- γλωσσίδια
- γλωσσίδιονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελόντικα — η μουσ. πνευστό όργανο με ελεύθερα γλωσσίδια και με πληκτρολόγιο που θέτει σε κίνηση τις βαλβίδες από τις οποίες ο αέρας διοχετεύεται στα γλωσσίδια, τα οποία πάλλονται και αναδίδουν τους αντίστοιχους μουσικούς φθόγγους … Dictionary of Greek
καριγιόν — (carillon). Μουσικό όργανο που αποτελείται από μια σειρά καμπάνες με γλωσσίδια στο εξωτερικό τους μέρος. Τα γλωσσίδια –που λειτουργούν αυτόματα με μηχανικά μέσα ή και με το χέρι– με πλήκτρα χτυπούν στα εξωτερικά τους τοιχώματα μια σειρά από… … Dictionary of Greek
αγκινάρα — Φυτό ποώδες, πολυετές, της οικογένειας των συνθέτων, της ομοταξίας των δικοτυλήδονων, με βλαστό όρθιο, ισχυρό, κάπως πολυγωνικό, ύψους από 40 εκ. έως λίγο περισσότερο από ένα μέτρο. Η επιστημονική ονομασία της α. είναι κινάραησκόλυμνος. Έχει… … Dictionary of Greek
αερόφωνα — τα (Μουσ.) τα όργανα εκείνα, στα οποία ο αρχικός ήχος παράγεται από μια παλλόμενη μάζα αέρα. Σε πολύ αδρές και γενικές γραμμές η ενότητα αυτή περιλαμβάνει τα ξύλινα πνευστά, τα χάλκινα, τα όργανα με ελεύθερα παλλόμενα γλωσσίδια (αγγλ. free reed… … Dictionary of Greek
ακορντεόν — Μουσικό όργανο. Εφευρέθηκε από τον Αυστριακό Ντάνιαν το 1829 και τελειοποιήθηκε από τον Γάλλο Κ. Μπιφέ το 1839. Διαθέτει γλωττίδες που περιέχονται σε δύο θήκες, οι οποίες συνδέονται με ένα φυσερό, το οποίο, καθώς είναι ελεύθερο, τις βάζει σε… … Dictionary of Greek
αρμόνικα — η αερόφωνο όργανο με ελεύθερα παλλόμενα γλωσσίδια, φυσαρμόνικα … Dictionary of Greek
αρμόνιο — το πληκτροφόρο μουσικό όργανο της τάξης των αεροφώνων με ελεύθερα παλλόμενα γλωσσίδια … Dictionary of Greek
διγλώχιν — και διγλώχις, ο, η (ΜΝ) αυτός που έχει δύο γλωχίνες, γλωσσίδια, άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διγλώχιν < δι * + γλωχίν και ο τ. διγλώχις < δι * + γλωχίς] … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ματαρχινώ — και ματαρχινάω αρχίζω κάτι από την αρχή, ξαναρχίζω («γκλαν, γκλαν παράδερνε με τα γλωσσίδια κι εματαρχίναε κι έλεε τα ίδια», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ματα * + αρχινώ] … Dictionary of Greek